Καληνύχτα, Γιώργη

Η Πολιτιστική Εταιρεία αναλαμβάνει από φέτος την ευθύνη της στήριξης του περιοδικού «Εντευκτήριο», ενός από τα ποιοτικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας.

FRAGMENTA #75

Δεληγιάννη 3

του Γιώργου Κορδομενίδη
συγγραφέα, εκδότη-διευθυντή του περιοδικού Εντευκτήριο

Τον Γιώργο Ιωάννου τον πρωτοσυνάντησα την Πρωτομαγιά του 1982, καίτοι φανατικός αναγνώστης των έργων του από χρόνια. Συναντηθήκαμε Εγνατία με Αριστοτέλους (εκεί όπου βρίσκεται τώρα το άγαλμα του Βενιζέλου), κάναμε μια μεγάλη βόλτα στην πόλη για να σπάσει ο πάγος ―δηλαδή να μειωθεί το δικό μου άγχος, εκείνος έδειχνε άνετος εξαρχής― και καταλήξαμε στο σπίτι όπου έμεναν η μητέρα του και η αδελφή του με τον άντρα της· εκεί ηχογραφήσαμε μια αρκετά εκτενή συνομιλία, για την εκπομπή που είχα τότε στο κρατικό ραδιόφωνο.

Μέσα στα τρία και κάτι χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, αναπτύχθηκε μεταξύ μας μια θερμή φιλία, μ’ ένα είδος μεγαλοψυχίας εκ μέρους του, καθώς γνώριζε την επίσης στενή φιλία μου με τον άσπονδο εχθρό του, Ντίνο Χριστιανόπουλο. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο (πάντοτε έδειχνε αληθινό ενδιαφέρον για τις ασχολίες μου και τα γραψίματά μου), μου έστελνε τα καινούργια βιβλία του, του έστελνα δημοσιεύματά μου ή κείμενα εκπομπών μου που τον αφορούσαν, ανταποκρινόταν πάντοτε με ιδιαίτερα καλλιγραφημένες κάρτες…

Με το πρώτο μου ταξίδι στην Αθήνα, ήδη μέσα στο 1982, τον επισκέφθηκα στο ισόγειο διαμέρισμά του στον οδό Δεληγιάννη, σε απόσταση αναπνοής από την πλατεία Εξαρχείων. Όταν, μετά από δύο ώρες, αποφάσισα να στερηθώ τις γοητευτικές αφηγήσεις του, επέμενε να με ξεπροβοδίσει μέχρι την εξώπορτα της οικοδομής. «Α, να σε συστήσω στη σπιτονοικοκυρά μου», μου είπε αίφνης, εγώ τότε μόνο πρόσεξα τη γυναίκα που εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήταν στο άνοιγμα της εισόδου, και στο πρόσωπό της αναγνώρισα την Αρλέτα, ήδη πολύ γνωστή συνθέτρια και ερμηνεύτρια τραγουδιών! Της μίλησε για μένα με κολακευτικά λόγια, κι αυτό μου έδωσε το ελεύθερο να της τηλεφωνώ χωρίς τη μεσολάβησή του και να την επισκέπτομαι στο διαμέρισμά της, νομίζω δύο ορόφους παραπάνω από του Ιωάννου.

Όταν σχεδίαζα τις «Σελίδες για τον Γιώργο Ιωάννου» (ο οποίος πέθανε στις 16 Φεβρουαρίου 1985 στο Σισμανόγλειο, από επιπλοκές μετά μια συνηθισμένη χειρουργική επέμβαση προστατεκτομής), σκέφτηκα αμέσως να ζητήσω και από την Αρλέτα να γράψει για τον φίλο και σύνοικό της. Υπέθεσα πως, πεντέμισι χρόνια από τον θάνατό του, δεν θα της ήταν ιδιαίτερα βαρύ να μοιραστεί με το κοινό του Εντευκτηρίου περιστατικά και εντυπώσεις της από την πολύχρονη συνοίκησή τους. Η κατηγορηματική άρνησή της με αιφνιδίασε. Δεν ήθελα και δεν μπορούσα να την πιέσω. Αλλά με αιφνιδίασε πολύ περισσότερο ένα τηλεφώνημά της, δύο εβδομάδες αργότερα. «Κορδομενίδη», μου είπε, «έγραψα ένα κείμενο για τον Γιώργο επειδή ξέρω ότι σε αγαπούσε, και σου το ταχυδρομώ».

Ο Γιώργος Ιωάννου (Θεσσαλονίκη, 20.11.1927 – Αθήνα, 16.2.1985) σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και βιοπορίστηκε ως εκπαιδευτικός της μέσης εκπαίδευσης, ιδιωτικής στην αρχή και κατόπιν δημόσιας. Μολονότι πρωτοεμφανίστηκε ως ποιητής (Τα χίλια δέντρα, 1963), καθιερώθηκε ως πεζογράφος με σημαντικό έργο (μεταξύ άλλων: Η σαρκοφάγος, Η μόνη κληρονομιά, Το δικό μας αίμα, Για ένα φιλότιμο, Επιτάφιος θρήνος, Καταπακτή, Η πρωτεύουσα των προσφύγων). Έγραψε ακόμη θεατρικά έργα και δοκίμια, συνέλεξε και εξέδωσε ανθολογίες λαϊκών παραμυθιών, δημοτικών τραγουδιών και ιστοριών του Καραγκιόζη, μετέφρασε έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και τα τελευταία χρόνια της ζωής του εξέδιδε το περιοδικό Φυλλάδιο, το οποίο έγραφε εξ ολοκλήρου ο ίδιος. Πέθανε στην Αθήνα στις 16.2.1985.

Η Αρλέτα (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αριάδνης-Νικολέτας Τσάπρα, Αθήνα, 3.3.1945 – 8.8.2017) σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, σταδιοδρόμησε όμως ως συνθέτρια και ερμηνεύτρια τραγουδιών. Εμφανίστηκε στη δισκογραφία τη δεκαετία του 1960, συμμετέχοντας στο λεγόμενο Νέο Κύμα της ελληνικής μουσικής, ερμηνεύοντας τραγούδια του Γιάννη Σπανού, του Νότη Μαυρουδή, του Μάνου Χατζιδάκι κ.ά. Το 1981 ηχογράφησε τον πρώτο της δίσκο με αποκλειστικά δικές της συνθέσεις (στίχοι – μουσική). Τραγούδια της που αγαπήθηκαν πιο πολύ: «Μια φορά θυμάμαι»· «Τα μικρά παιδιά»· «Το λέει και το τραγούδι»· «Ο λύκος»· «Καφενείο»· «Σερενάτα»· «Έρχεται κρύο»· «Τσάι γιασεμιού»· «Τα ήσυχα βράδια»· «Batida de Coco»· «Μπαρ “Το Ναυάγιο”»…

fragmenta 75
Της Αρλέτας

Καληνύχτα, Γιώργη

Τον γνώρισα πριν από δεκατέσσερα χρόνια, συν τρία = δεκαεφτά, νομίζω. Ο χρόνος, το μέτρημά του δηλαδή, δεν ήταν ποτέ το ισχυρό μου σημείο. Θυμάμαι, κάποια μέρα, μισοθυμωμένα μισοαπορημένα, μου είπε:

― Εσύ, παιδί μου, ζεις σαν μην υπάρχει χρόνος.

Γι’ αυτόν ο χρόνος ήταν υπαρκτότατος, είχε ωράριο που του επέτρεπε να ακολουθεί και να παλεύει, διότι η εργασία του άρχιζε μετά τη «δουλειά» του. Κι ήταν ένας ευσυνείδητος άνθρωπος.

Δεν είμαι αρμόδια κι ούτε θέλω ν’ αναφερθώ σ’ αυτόν ως λογοτέχνη, αν και έχω διαβάσει σχεδόν ό,τι δημοσίευσε και τον ήξερα ως συγγραφέα πριν τον γνωρίσω από κοντά ως άνθρωπο. Ειδικοί θ’ ασχοληθούν με το έργο του.

Για μένα ήταν ο σύνοικος, ο γείτονας, ο φίλος για δεκατέσσερα χρόνια, που τώρα ―σχεδόν τρία χρόνια απ’ τον θάνατό του― μου φαίνονται μυθικά. Ίσως να ’ναι ο τρόπος για να απαλύνω μια απώλεια που ήταν από τις χειρότερες στο είδος της ― μάλλον η χειρότερη στη ζωή μου. Σ’ αυτό το διάστημα μού ζήτησαν να μιλήσω ή να γράψω γι’ αυτόν αρκετές φορές. Στην αρχή το έβρισκα κακόγουστο κι εξοργιζόμουν, σιγά σιγά απλώς αρνιόμουνα.

Χιλιάδες μικρές στιγμές και γεγονότα σωρεύονταν σ’ ένα διάστημα τόσων χρόνων· ακόμα κι αν δεν είχα την παραμικρή φιλική σχέση μαζί του, θα ’ταν άπειρα, αλλά είμαι πολύ φειδωλή στο να τα μοιραστώ με άλλους, γιατί κανέναν δεν αφορούν εκτός από αυτούς που τα έζησαν και τα θυμούνται.

Μιας όμως και δέχτηκα να γράψω κάτι, θα το κάνω όσο και όπως μπορώ ―ακόμα πονάει πολύ―, έτσι, σαν ένα μικρό παραμύθι για έναν μοναχικό περιπατητή, που ήξερε τόσο καλά να βλέπει, να κρίνει και να διηγείται.

Ναι, μ’ άρεσαν τα γραφτά του, αλλά εκείνο που μ’ άρεσε πιο πολύ ήταν η κουβέντα του, κι εκείνο που μ’ άρεσε ακόμα περισσότερο ήταν το χιούμορ του. Όταν είχε κέφια ήταν περιβόλι, μου θύμιζε τον Μπάστερ Κήτον, είχε έναν ξερό τρόπο να κριτικάρει πρόσωπα και καταστάσεις επιγραμματικά, που ποτέ δεν έπαψε να με ξαφνιάζει.

Σίγουρα δεν θα συναντήσω στη ζωή μου πολλούς τόσο Έλληνες, όχι φολκλορικά αλλά στη βαθύτερη ουσία τους.

Αυτός κι εγώ είχαμε μείνει σχεδόν σε όλα τα διαμερίσματα του σπιτιού. Ξεκίνησε απ’ την γκαρσονιέρα. Όταν πρωτοήρθε συστημένος από μία κοινή μας φίλη Θεσσαλονικιά, η οικοσκευή του ήταν φοιτητική σχεδόν. Ήταν το πρώτο σπίτι που ’πιασε μόλις μετατέθηκε στην Αθήνα κι από τότε δεν έφυγε ποτέ.

Σιγά σιγά τα υπάρχοντά του, κυρίως βιβλία, άρχισαν να πληθύνονται, η γκαρσονιέρα στένεψε, και ο Γιώργος μετακόμισε στο δυάρι του πρώτου ορόφου. Νομίζω, ήταν τα καλύτερά του χρόνια, μ’ όλο που γκρίνιαζε ότι ήταν… ψηλά. Στον πρώτο όροφο! Τα παράθυρα πάντα κλειστά και το φως αναμμένο. Ήταν ήσυχος και ήρεμος σ’ αυτό το σπίτι, η όποια οικειότητα ποτέ δεν έγινε αδιακρισία, ο απόλυτος σεβασμός της ιδιωτικής ζωής είναι μία από τις σταθερότερες σταθερές της ασταθούς ζωής μου. Περνούσαν μέρες, ακόμα και βδομάδες που δεν βλεπόμασταν. Αταίριαστες ώρες ―εγώ έλειπα συχνά― αλλά πάντοτε αυτή η αίσθηση της φιλικής ανθρώπινης παρουσίας. Ήταν ο τέλειος γείτονας, ο τέλειος σύνοικος.

Θυμάμαι κάτι μοναδικά γεύματα, όπου μαγείρευε ο ίδιος. Ήταν καλός μάγειρος, αλλά πολύ πικάντικος, ανατολίτης, δεν τσιγκουνευόταν καθόλου τα μπαχαρικά και είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στο σκόρδο. Όταν ο Γιώργος έψηνε κεφτέδες, αναστέναζε όλη η γειτονιά. Μια φορά, εκλογές ήτανε, κάναμε ένα επίσημο δείπνο μόνο για τους ενοίκους του σπιτιού στην… είσοδο. Εγώ έφτιαξα μαγειρίτσα (περιμέναμε την… ανάσταση, τρομάρα μας), ο Γιώργος τους διάσημους πλέον κεφτέδες του και μια σκορδαλιά σκέτο βεγγαλικό. Όλοι, εκτός του Γιώργου, χωνεύαμε επί μία εβδομάδα.

Δεν αγαπούσε τις μετακινήσεις, ούτε πήγαινε διακοπές· διακοπές γι’ αυτόν ήταν κλείσιμο στο σπίτι με τα χαρτιά, τα καλοξυσμένα μολύβια και δουλειά, δουλειά, δουλειά. Πικ-νικ στο γραφείο και ηλιοθεραπεία με τη λοξή λάμπα ηλίου της Φίλιπς.

Τα τελευταία χρόνια οι επισκέπτες του πύκνωσαν, είχε γίνει πολύ γνωστότερος. Έβγαινε συχνά στην τηλεόραση, κι εκεί φάνηκε μια άλλη πλευρά αυτού του ανθρώπου. Οι κοντινοί του το ’ξεραν· ήταν σειρά και των πολλών. Όπως όλοι οι καλοί ομιλητές και δάσκαλοι, ήταν γεννημένος ηθοποιός. Κανείς δεν μπορούσε να πει τον Γιώργο ωραίο, αλλά «περνούσε» μέσα απ’ το γυαλί μια παρουσία έντονη, αδρή και τελικά ελκυστική. Σε «κρατούσε», κι αυτό είναι το παν· δεν έπληττες ποτέ μαζί του. Η άλλη επίπτωση της φήμης ήταν το μίσος, νομίζω ότι κι αυτό κάπου το προκαλούσε, το προτιμούσε από την αδιαφορία· όσο για μένα, ποτέ δεν έπαψα να εκπλήσσομαι με την ένταση των αρνητικών συναισθημάτων στον χώρο των διανοουμένων ― δυναμίτης!

Ήταν ένας άνθρωπος με πρόγραμμα και ωράρια· για μένα ήταν το ημερολόγιο και το ρολόι μου αλλά, όσο πολυάσχολος κι αν ήταν, πάντα έβρισκε χρόνο να βοηθήσει, αν χρειαζόταν. Σ’ αυτό δεν άλλαξε ποτέ.

Τι άλλα να πω, ότι η μέρα που τον χτύπησε το αυτοκίνητο ήταν μία ατέλειωτη σειρά ατυχών συμπτώσεων κι ότι απ’ αυτή τη μέρα και μετά η υγεία του πήγαινε απ’ το ένα κακό στο άλλο; Τι να πω, ότι έφυγε απ’ το σπίτι για μια απλή εγχείριση ρουτίνας και δεν γύρισε πια;

Αυτά είναι γνωστά, και η απουσία, το κενό στο κάτω διαμέρισμα, το τελευταίο που μετακόμισε, στο κάτω διαμέρισμα απ’ όπου άκουγα τη φωνή του να μιλά στο τηλέφωνο. Μιλούσε πολύ δυνατά, συνήθεια από παλιά τηλεφωνεία της επαρχίας. Όλοι όσοι έχασαν έναν φίλο ξέρουν την απουσία, αλλά για μένα ήταν διπλή: έφυγε από το σπίτι κάποιος που επί δεκατέσσερα χρόνια, ούτε μία φορά, δεν έκανε κάτι που να ενοχλήσει, να ανησυχήσει ή να πληγώσει· κι αυτό είναι τόσο ασυνήθιστο σ’ αυτόν τον τόπο, που αποτελεί ρεκόρ. Όταν σκέφτομαι λοιπόν τον Γιώργο, δεν ξέρω τι μου λείπει πιο πολύ: ο φίλος, ο έμπιστος, ο γείτονας, ο συμπάσχων ή ο χαριτωμένος συνομιλητής βράδια και βράδια τον χειμώνα να με κερνάει φρούτα από ένα πελώριο καλάθι και γέλιο από ένα απόθεμα που μόνο άνθρωποι που ξέρουν τη θλίψη διαθέτουν.

Όχι, δεν ήταν εύκολος άνθρωπος ― αλλά ποιος άνθρωπος με ταλέντο είναι; Και τι θα πει «εύκολος»; Ήταν ένας άνθρωπος που, για να καλύψει τα κενά της ζωής του, έκανε αγώνα ολόκληρο, κι όταν ήρθε ο καιρός να εισπράξει τον κόπο τόσων χρόνων, έφυγε.

Όχι, δεν ήταν «εύκολος» άνθρωπος, αλλά ήταν αξιόλογος άνθρωπος· και αν υπάρχει για μένα κάτι πιο πικρό απ’ τον θάνατό του είναι ότι ξέρω τι θα είχε κάνει αν δεν έφευγε τόσο νωρίς. Δεν ξέρω, κι ούτε θέλω να ξέρω, τις ίντριγκες και τα μίση των λογοτεχνικών κύκλων και ελλείψεων, αλλά ακόμα έχω στ’ αυτιά μου τη φωνή του να μου διηγείται σχέδια μυθιστορημάτων και να γελά σαν παιδί με το τι είχε να σκαρώσει, όταν πια δεν θα είχε τη μισή του μέρα σκλαβωμένη.

Δεν θυμάμαι, δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα το αρνητικό, θέλω μόνο στο τέλος να μου μείνει η ανάμνηση της ζωντάνιας του μυαλού και της γλώσσας του όπως τη γνώρισα, έξω από φιλολογικούς πολέμους. Έτσι, ένα χειμωνιάτικο βράδυ μ’ ένα φλυτζάνι τσάι, ένα μεγάλο μήλο, το πορτατίφ και τον Γιώργο με τη βυσσινιά ρόμπα στην κουνιστή του πολυθρόνα, να μου λέει ιστορίες σαν παλιός παραμυθάς.

Καληνύχτα, Γιώργη.

[Δημοσιεύτηκε στις «Σελίδες για τον Γιώργο Ιωάννου», Εντευκτήριο, τχ. 2, Φεβρουάριος 1988]