ΑΘΡΗΣΚΕIΑ του Κάρολου Τσίζεκ

Η Πολιτιστική Εταιρεία στηρίζει το περιοδικό «Εντευκτήριο», ένα από τα ποιοτικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας.

FRAGMENTA #82

 ΑΘΡΗΣΚΕΙΑ του Κάρολου Τσίζεκ

του Γιώργου Κορδομενίδη
του περιοδικού Εντευκτήριο

Από αριστερά, Δημήτρης Ευθυμιάδης, Γιώργος Ιωάννου, Κάρολος Τσίζεκ, Κορίνα Τσίζεκ (η πρώτη σύζυγός του) στην πλατεία Αγίας Σοφίας μετά τη βάπτιση του Κάρολου ως χριστιανού ορθόδοξου, 23.4.1957 (αρχείο Εντευκτηρίου)

[…] Το 1928 ο πατέρας μου ζήτησε να διαγραφεί επίσημα από τους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, την οποία από καιρό είχε εγκαταλείψει, και να μείνει χωρίς θρησκεία. Το ίδιο έκανε και η μητέρα μου, δεν ξέρω αν από πεποίθηση ή για να μην τον δυσαρεστήσει. Γιατί σ’ ένα σημείωμα που μου άφησε πριν πεθάνει, έγραφε πως όταν ήταν κοπέλα λάτρευε την ησυχία που κανείς έβρισκε σ’ ένα δάσος ή σ’ ένα μοναστήρι. Όπως και να έχουν τα πράγματα, οι γονείς μου δεν με βάφτισαν. Ήθελαν, εκτός των άλλων, να με αφήσουν ελεύθερο να διαλέξω, όταν θα μεγάλωνα, τη θρησκεία της αρεσκείας μου. Πώς όμως θα γινόταν αυτό, αφού θα ήμουν απληροφόρητος; Στην πρώτη Δημοτικού της μικρής κωμόπολης Βόλυνιε στη νότια Βοημία δεν παρακολουθούσα το μάθημα των Θρησκευτικών. Έπαιζα μπάλα στο πλατύσκαλο ή στην αυλή του σχολείου μ’ έναν συνομήλικό μου. Μάλλον άθρησκος θα ήταν και αυτός.

Για τους γονείς μου και για μένα, η διαφορά μεταξύ του «άθρησκος» και του «άθεος» ήταν πασιφανής. Όχι όμως και για τους πολλούς, ιδίως τους εκτός Τσεχίας, όπου μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο η αθρησκεία ήταν αρκετά διαδεδομένη, ενώ σήμερα αφορά τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού. Όταν στο Ιταλικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης είπα στην καθηγήτριά μου―που, αν θυμάμαι καλά, λεγόταν Λουίζα Μπεντιβένιο Καοπίννα― ότι είμαι «senza religione»,* εκείνη εμβρόντητη, σαν να μην πίστευε στ’ αυτιά της και να επικαλούνταν τον Θεό, φώναξε «Questo bambino ha detto chė e ateo!»** Κι εγώ που ήμουνα περίπου δώδεκα ετών, μη όντας σε θέση να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, δέχτηκα, αμίλητος, το στίγμα. Σήμερα θα της έλεγα πως «άθρησκος» ή «αθρήσκευτος» ―όχι βέβαια με την τρέχουσα σημασία της λέξης― δεν είναι κάποιος που δεν πιστεύει στον Θεό αλλά κάποιος που δεν πρεσβεύει καμιά θρησκεία. Αναλογικά, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στις έννοιες «άπατρις» ή «άπολις». Μόνο που άθρησκος γίνεσαι με τη θέλησή σου. Αυτά συνέβαιναν περίπου το 1934. Πέντε χρόνια αργότερα, το Πανεπιστήμιο του Καμερίνο, στη Χημική Σχολή του οποίου ήθελα να γραφτώ, ζητούσε να μάθει απ’ το Ιταλικό Προξενείο Θεσσαλονίκης ποιο θρήσκευμα πρεσβεύω και αν ανήκω στην άρια φυλή. Απάντηση:Ήμουνα άριος αλλά αθρήσκευτος, κατά γραπτή δήλωση του πατέρα μου.

Για να βρει μία καλύτερη δουλειά, ο πατέρας μου, απόφοιτος της Υφαντουργικής Σχολής του Πίσεκ, είχε μεταναστεύσει, το 1920, μαζί με τη μέλλουσα σύζυγό του, από τη νότια Βοημία στη βόρεια Ιταλία. Εκεί παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο. Ήταν ο μόνος που ίσχυε τότε στην Ιταλία. Ο θρησκευτικός γάμος έγινε ισοδύναμος του πολιτικού το 1929 με το Κονκορδάτο του Λατερανού, μεταξύ ιταλικού κράτους, που το εκπροσωπούσε ο Μουσολίνι, καιΑγίας Έδρας. Επομένως, και θρησκευόμενοι να ήταν οι γονείς μου, και θρησκευτικό γάμο να είχαν κάνει, δεν θα είχε νομική ισχύ. Παρ’ όλα αυτά, όταν ο πατέρας μου αρρώστησε και πήρε σύνταξη αναπηρίας, το Ι.Κ.Α. αρνιόταν να του καταβάλει το οικογενειακό επίδομα, με την αιτιολογία ότι ο πολιτικός γάμος δεν αναγνωρίζεται στην Ελλάδα. Με συνόδευε ο φίλος δικηγόρος Κώστας Βουλκίδης, και θυμάμαι ότι ψιθύρισε: «Πήγαμε για μαλλί και βγήκαμε κουρεμένοι». Ο αρμόδιος υπάλληλος μάλιστα μου συνέστησε, ως ευκολότερη λύση, να παντρέψω τους γέρους και άρρωστους γονείς μου στην εκκλησία. Σε ποια, άραγε; Τελικά, το θέμα διευθετήθηκε με έγγραφο του Ιταλικού Προξενείου. Επιπλέον, σε μία σωτήρια σελίδα του μισοδιαλυμένου ιταλοτσεχικού και τσεχοϊταλικού λεξικού τσέπης που οι γονείς μου είχαν αγοράσει πριν ξενιτευτούν ―ανυποψίαστοι για την τοπική διάλεκτο, που θα περιόριζε τη χρησιμότητά του― αναφερόταν ότι στο τσέχικο όνομα Φράντισεκ αντιστοιχεί το ιταλικό Φραντσέσκο, κι επομένως η ληξιαρχική πράξη γεννήσεως και η ληξιαρχική πράξη γάμου αφορούσαν το ίδιο πρόσωπο. Στο μεταξύ, η υγεία του πατέρα μου χειροτέρευε συνεχώς και γινόταν όλο και πιο φανερό ότι σύντομα θα ερχόταν το τέλος του. Συνειδητοποιήσαμε τότε ότι δεν υπήρχε νεκροταφείο όπου θα μπορούσενα ταφεί. Όλα ήταν για τους πιστούς κάποιας αναγνωρισμένης θρησκείας.[…]

«Στο μεσοστράτι επάνω της ζωής μας» (Δάντης, Κόλαση, άσμα Α΄, στίχος 1), η γοητεία της βυζαντινής τέχνης, η φιλία μου με τον Ν. Γ. Πεντζίκη, η ανάγκη να ενταχτώ πληρέστερα στο ελληνικό περιβάλλον, και το κενό που ένιωθα από την έλλειψη θρησκευτικής αγωγής, μ’ έκαναν να στραφώ προς την ορθοδοξία. Ο γάμος θα ολοκλήρωνε την ένταξη. Κι εδώ όμως το θρήσκευμα αποτελούσε προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ. […]

Μετά από συνοπτική κατήχηση, βαπτίστηκα τελικά στις 23.4.1957 στον ιερό ναό του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, με νονούς τον συγγραφέα Γιώργο Ιωάννου και τον δικηγόρο Δημήτρη Ευθυμιάδη, παίρνοντας το όνομα του αγίου της ημέρας [:Γεώργιος], που όμως ποτέ δεν το συνήθισα. Ήθελα να ονομασθώ Σταύρος, όπως ο αδελφός της μέλς μέλλουσας γυναίκας μου, που με συνόδευε. Ο Σταύρος Πίττας είχε εκτελεστεί το καλοκαίρι του 1944 ―μαζί με άλλους είκοσι δύο αγωνιστές― από τους ταγματασφαλίτες του Μέρτεν στη Μαραθούσα Χαλκιδικής. Τον είχαν πιάσει, όπως έμαθα, δύο έφιπποι Βούλγαροι αξιωματικοί, καθώς άργησε να φύγει από το χωριό Γεροπλάτανος, μετά από μια σύσκεψη των αντιστασιακών, περιμένοντας να τελειώσει το φαγητό του ένας παροιμιωδώς λαίμαργος εαμίτης. Όμως, κατά την τελετή του μυστηρίου της βάπτισης,απ’ την αμηχανία και την κατάνυξη, δεν μπόρεσε κανείς από μας να αρθρώσει λέξη.

* Χωρίς θρησκεία.
** Αυτό το παιδί είπε ότι είναι άθεo.

Σύντομο Βιογραφικό του Κάρολου Τσίζεκ

Ο Κάρολος Τσίζεκ γεννήθηκε στην Μπρέσια της Ιταλίας το 1922. Ήρθε με τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη το 1929· εδώ σπούδασε, έζησε και εργάστηκε μέχρι τον θάνατό του στις 14 Δεκεμβρίου 2013. Στο ενδιάμεσο, έζησε μία πλούσια σε εμπειρίες και ιδιαιτέρως δημιουργική ζωή, ως ζωγράφος, χαράκτης, γραφίστας, καλλιτεχνικός επιμελητής εκδόσεων, δάσκαλος ιταλικών, μεταφραστής. Υπήρξε τακτικός συνεργάτης του εμβληματικού περιοδικού Κοχλίας (1945-1948). Σπούδασε ιστορίααρχαιολογία, καθώς και ιταλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το 1961 έγινε καθηγητής στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ., όπου δίδαξε μέχρι το 1988. Τον προηγούμενο χρόνο τού είχε δοθεί ελληνική υπηκοότητα. Έγραψε ποίηση και πεζογραφία. Τα ποιήματά του συγκεντρώθηκαν στον τόμο Στίχοι έρωτα και αγάπης (εκδόσεις Μπιλιέτο), και τα πεζά του στον τόμο Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής και άλλες αφηγήσεις (εκδόσεις Κίχλη). Μετέφρασε τσέχικη και ιταλική ποίηση, μεταξύ άλλων των Γίρζι Βολκρ, Πετρ Μπέζροους, Φράνια Σράμεκ, Γιάροσλαβ Σάιφρτ, Γιόζεφ Γιόρα, Ίβαν Όλμπραχτ. Είχε την αποκλειστική καλλιτεχνική επιμέλεια του περιοδικού Διαγώνιος που εξέδιδε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (1958-1983, 60 τεύχη και 30 ανάτυπα ― ένα από αυτά για τη δική μου μελέτη Τα μουσεία της Θεσσαλονίκης), καθώς και των Εκδόσεων Διαγωνίου (170 τίτλοι).Το 2000 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Α.Π.Θ. Από το ιταλικό κράτος τιμήθηκε με τις διακρίσεις Medaglia di Benemerenza Culturale (1960) και Ordine di Cavaliere al Merito (2000).