Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος

Η Πολιτιστική Εταιρεία στηρίζει το περιοδικό «Εντευκτήριο», ένα από τα ποιοτικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας.

FRAGMENTA #79

Άλκη Κυριακίδου – Νέστορος, H παράδοση είναι μία πανοπλία απέναντι στη σκληρότητα της ζωής

του Γιώργου Κορδομενίδη
του περιοδικού Εντευκτήριο

Υπάρχει μεγάλη σύγχυση γύρω από τον όρο λαογραφία αλλά δεν υπάρχει σύγχυση και για το τι είναι λαός; Λοιπόν, υπάρχει σύγχυση για κάθε τι που έχει σχέση μ’ αυτόν τον όρο, ο οποίος είναι πολύ λιγότερο επιστημονικός, είναι κυρίως συναισθηματικός, κι αυτό που ξεσηκώνει μέσα μας είναι συναισθή-ματα και όχι γνώσεις. Η επιστήμη της λαογραφίας στην Ελλάδα δημιουργήθηκε με έναν σκοπό: να συνδέσει τον νέο ελληνικό λαό με τους αρχαίους του προγόνους. Επομένως, μπήκε σ’ αυτόν τον ντορό. Μετά, μπήκε και το πρόβλημα το βυζαντινό. Δηλαδή, πώς θα κάνουμε το τριπλό σχήμα, τη γέφυρα ανάμεσα στην αρχαιότητα και στη νεότερη Ελλάδα. Μόνο που κανένας δεν σκέφτηκε ποτέ πώς ζούσε ο ελληνικός λαός την εποχή της τουρκοκρατίας· γιατί τελικά η ζωή του ελληνικού λαού όπως συνεχίζεται σήμερα αποτελεί συνέχεια της περιόδου της τουρκοκρατίας. Οι λόγοι για την έλλειψη ενδιαφέροντος για τη συγκεκριμένη περίοδο είναι ιδεολογικοί. Η περίοδος της τουρκοκρατίας ήταν η κατεξοχήν σκοτεινή περίοδος, όταν ο λαός βρισκόταν κάτω από το πέλμα του κατακτητή, στο μαύρο, πηχτό σκοτάδι της σκλαβιάς κτλ. Όλα τα κακά της φυλής τα ρίχναμε εκεί: η τουρκοκρατία φταίει που δεν αναπτυχθήκαμε, η τουρκοκρατία φταίει που είμαστε εγωιστές (αυτό είναι πέρα για πέρα σφάλμα, βέβαια)· επομένως, πώς ν’ ανεβεί αυτή προς τα πάνω; Και όμως, η συνέχειά μας είναι από εκεί.

Όπως στην τουρκοκρατία βρίσκεις και όλα τα κατάλοιπα της αρχαιότητας και του Βυζαντίου, έτσι βρίσκεις και το μόρφωμα εκείνο από το οποίο ξεκινήσαμε και φτάσαμε ώς εδώ.Δηλαδή όλη η ιστορία ήταν ―και αυτό ίσως ήταν το καινούργιο που έφερα εγώ στη λαογραφία―, πριν αρχίσουμε να κλαίμε διότι πέρασε ο παραδοσιακός πολιτισμός και πάει, ή πριν αρχίσουμε να επαιρόμαστε σήμερα γιατί αυτά που κάνουμε τώρα είναι τα Διονυσιακά, είναι κτλ. κτλ., εκείνο που δεν σκεφτήκαμε ποτέ να κάνουμε ήταν να περιγράψουμε πώς ήταν η ζωή την εποχή που ο λαϊκός πολιτισμός βρισκόταν στην ακμή του. Την εποχή δηλαδή που δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο πώς ζούσαν οι ανώτερες, ας το πω έτσι, τάξεις και οι κατώτερες, γιατί ο λαϊκός πολιτισμός κάλυπτε όλο το φάσμα. Και τους πλούσιους Έλληνες και τους λιγότερο, στην εποχή της τουρκοκρατίας.

Η Άλκη Κυριακίδου Νέστορος το 1979 (Απο το βιβλίο Ο καταστασιακός Χατζιδάκις – Ανώγεια 1979)

Η αντίληψη που κυριαρχεί [αναφέρεται στα τέλη της δεκαετίας του ’80] για τη λαογραφία είναι η ίδια που κυριαρχούσε και άλλοτε. Δηλαδή, πώς να αποδείξουμε ότι τα σύγχρονα [έθιμα] είναι κατάλοιπα των αρχαίων ελληνικών. Μη γελιόμαστε, όποια εκπομπή και να ακούσεις, θα πει ότι «τα ρογκατσάρια που ήταν από την αρχαιότητα, τα δεν-ξέρω-τι που ήταν από την αρχαιότητα». Και φυσικά, το τουριστικό πια και το αξιοπερίεργο. Αλλά ―όσο ξέρω εγώ τουλάχιστον― δεν πέρασε η αντίληψη που προσπάθησα να καλλιεργήσω· ότι, βρε αδερφέ, είμαστε σε μία μεταβατική περίοδο, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ε, ας δούμε πώς ήμασταν προτού μπούμε στη μεταβατική περίοδο· ας δούμε δηλαδή πώς ήταν στο σύνολό του ο λαϊκός πολιτισμός κι όχι κομματάκι κομματάκι όπως μας βολεύει. Πάντως, αυτό ούτε εγώ το έκανα σε ένα ολοκληρωμένο έργο (για να δείξω και πώς το θέλω, δηλαδή) ούτε κανείς άλλος ξέρω να το ’κανε.

Κάποτε ένας συνάδελφος μού είπε: «Άλκη, αυτό που λες, ότι πρέπει να μελετήσουμε τη ζωή του ελληνικού λαού όταν ο παραδοσιακός πολιτισμός ήταν στην ακμή του, την αποκόπτει αυτήν τη ζωή από το παρόν, και πάντα οι λαογράφοι λέγανε ότι η λαογραφία είναι η επιστήμη του ζώντος, παρόντος ανθρώπου. Λοιπόν, την αποκόπτεις από το παρόν και την κάνεις ιστορική εθνογραφία» (ή ιστορική ανθρωπολογία, αν θέλετε, το ίδιο κάνει).

Το σκέφτηκα πολύ και υπάρχει δίκιο. Είχα κάνει τη λαογραφία ιστορική επιστήμη, διότι εκείνη την ώρα πίστευα ότι αυτό πρέπει να το κάνουμε για να καταλάβουμε τι γίνεται στη μεταβατική περίοδο. Πρέπει να δούμε από πού ξεκινήσαμε για να βρούμε πώς φτάνουμε ώς εδώ και πώς διαλύεται το πράγμα. Όμως, ύστερα από χρόνια κατάλαβα ότι δεν είναι δυνατόν να αποξενωθώ ολωσδιόλου από την «παραδοσιακότητα» (ας την πω έτσι) που ο καθένας μας έχει μέσα του. Γιατί σίγουρα ο καθένας μας έχει μια συνέχεια μέσα του, τη συνέχεια της οικογενειακής παράδοσης και
της τοπικής παράδοσης. Λοιπόν, αυτήν πού θα τη βρω; Και τη βρήκα σ’ έναν άλλο κλάδο, πάλι της ιστορίας, που λέγεται προφορική ιστορία. Γι’ αυτό κάνω εδώ και περίπου οκτώ χρόνια αυτό το φροντιστήριο το μεταπτυχιακό για την προφορική ιστορία: για να βρω ακριβώς μέσα από τις συνεντεύξεις των ανθρώπων αυτών (τρεις γενιές προσφύγων) την οικογενειακή τους παράδοση αλλά και την τοπική τους, αυτήν εν πάση περιπτώσει την παράδοση που κουβαλάει ο καθένας μας μέσα του και είναι πράγμα του παρόντος, γιατί έχει σχέση με τη μνήμη, και η μνήμη είναι πρώτα απ’ όλα παρόν και ύστερα παρελθόν.

Αποφάσισα λοιπόν ότι θέλω να πιάσω αυτήν ακριβώς την παραδοσιακότητα του καθενός μας, και σκέφτηκα να την αναζητήσω σ’ ένα δείγμα του ελληνικού πληθυσμού που είναι οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Μου έκανε αυτό το δείγμα, γιατί μπορούσα να πιάσω τρεις γενιές και επομένως να δω την παράδοση που φέρανε οι άνθρωποι εκείνοι, πώς εξελίχθηκε στις επόμενες γενιές. Τι κράτησαν(αν κράτησαν), τι αφήσανε… Και βέβαια, ξεκινώντας ελαφρά τη καρδία, πίστευα ότι θα μπορώ να έχω αποτελέσματα πάρα πολύ γρήγορα ― αυτό νομίζουν όλοι όσοι αρχίζουν να κάνουν εμπειρική έρευνα. Πέρασαν όμως οκτώ χρόνια και μόνο μερικά πράγματα άρχισα να καταλαβαίνω σιγά σιγά. Στην εμπειρική έρευνα έχεις και στατιστικά στοιχεία και άλλα πράγματα που θέλουν μεγάλη προσοχή, γιατί μπορεί να κάνεις γενικεύσεις ά-λογες κτλ. Πάντως, εκείνο που έβγαλα απ’ αυτό είναι ότι ―αν εξαιρέσεις την τρίτη γενιά, ας πούμε την τρίτη γενιά των εντελώς αμόρφωτων ανθρώπων, που δεν έχουν παράδοση, αυτών που δεν πρόσεξαν ποτέ τι έλεγαν ο παππούς και η γιαγιά, αυτών που το σχολείο δεν τους έδωσε κανένα ερέθισμα για να ψάξουνε την οικογενειακή παράδοση― αν λοιπόν εξαιρέσεις αυτούς που είναι μικρό ποσοστό των ανθρώπων της τρίτης γενιάς απ’ όσους έχουμε μελετήσει, οι άλλοι, οι υπόλοιποι της τρίτης γενιάς, έχουν μέσα τους κάποια υπερηφάνεια, πράγμα πολύ σημαντικό για την παράδοσή τους. Πάντως, είναι δράμα να βλέπεις νέα παιδιά που δεν έχουνε τίποτα, τίποτα να θυμούνται. Ρωτάς, λογουχάρη, τρίτη γενιά παιδιά σ’ ένα χωριό στη Μυτιλήνη, που οι γονείς τους είχαν έρθει απ’ το Αϊβαλί, «τι είναι το Αϊβαλί;» και λένε «ένα χωριό απέναντι στην τούρκικη ακτή». Τίποτε άλλο.

[Απόσπασμα από εκτενή συνέντευξη της Άλκης Κυριακίδου-Νέστορος στον Γιώργο Κορδομενίδη, για τις ανάγκες της ραδιοφωνικής εκπομπής του στην ΕΡΤ2 Θεσσαλονίκης·η ηχογράφηση έγινε σε δύο μέρη: στις 8 Ιανουαρίου και στις 10 Μαΐου 1988. Πλήρης η απομαγνητοφώνηση της συνομιλίας περιλαμβάνεται στις «Σελίδες για την Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος», Εντευκτήριο, τχ. 8, 1989.]

Η Άλκη της καρδιάς μας

Μαζί με τον Γ. Θ. Βαφόπουλο, τον Νίκο Γ. Πεντζίκη, τον Νίκο Μπακόλα, τον Γιώργο Ιωάννου, τη Βάσω Τοκατλίδου, τον Μωρίς Σαλτιέλ και μερικούς ακόμη, η Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος ήταν από τα πρόσωπα που με ενθάρρυναν και με υποστήριξαν, καθένας με τον τρόπο του, τον καιρό που υποδυόμουν τον δημοσιογράφο. Χάρη στην Άλκη και στην Τοκατλίδου άλλωστε εκλέχτηκα μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας «Τέχνη», ίσως σε καιρό που δεν είχα τα φόντα για έναν τέτοιο ρόλο. Για την Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος ―αυστηρή όταν έπρεπε αλλά και δίκαιη, σοβαρή κατά περίσταση αλλά και ανοιχτόκαρδη― έτρεφα ένα κράμα εκτίμησης και αγάπης. Γοητευμένος από τον χειμαρρώδη και ανεπιτήδευτο λόγο της, από την πρωτοτυπία της σκέψης της και τον αυθορμητισμό της συμπεριφοράς της, γύρω στο 1987 άρχισα να καλλιεργώ μέσα μου την ιδέα μιας εκτεταμένης και εφ’ όλης της ύλης συνομιλία μαζί της, η οποία τελικώς και μετά από πολλές αναβολές πραγματοποιήθηκε στο σπίτι της Άλκης και του Στέλιου Νέστορα, στην οδό Αλεξανδρείας, στις αρχές του 1988

Η Αλκη Κυριακίδου-Νέστορος (Θεσσαλονίκη, 17.6.1935 – 26.9.1988) ήταν λαογράφος και καθηγήτρια πανεπιστημίου, κόρη του καθηγητή λαογραφίας του ΑΠΘ Στίλπωνα Κυριακίδη. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και συνέχισε τις σπουδές της στην κοινωνιολογία και τη
λαογραφία, στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ και έπειτα στο Παρίσι. Εκεί γνωρίστηκε και δέχθηκε επιρροές από τον ανθρωπολόγο Κλοντ Λεβί-Στρος. Το 1976 διαδέχθηκε τον πατέρα της στην έδρα λαογραφίας του ΑΠΘ. Μελέτησε κυρίως τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό και συνέγραψε πολλές
σχετικές μελέτες· ενδεικτικά: Λαογραφικά μελετήματα, Οι δώδεκα μήνες: Τα λαογραφικά, Τα υφαντά της Μακεδονίας και της Θράκης, Η θεωρία της ελληνικής λαογραφίας: Κριτική ανάλυση κ.ά. Επίσης, μετέφρασε έργα του Λεβί-Στρος. Λίγο πριν πεθάνει, δώρισε το προσωπικό αρχείο και τη βιβλιοθήκη του Στίλπωνα Κυριακίδη στο αρχείο της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.